ιδιόφωνος

ιδιόφωνος
-η, -ο (Α ἰδιόφωνος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόφωνα
κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού, όπως είναι το ξύλο, το μέταλλο ή η πέτρα
αρχ.
αυτό που λέγεται από κάποιον με τη δική του φωνή, που βγαίνει απ' το δικό του στόμα («τὴν ἰδιόφωνον ὁμολογίαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. εύ-φωνος, ημί-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”